Τρίτη 26 Αυγούστου 2014

Planes: Fire and rescue / Αεροπλάνα 2: Ιπτάμενοι πυροσβέστες (2014)

Οι δύο ίσως πιο παιδικές ταινίες της Pixar, «Cars», έδωσαν πέρυσι τη θέση τους στα αυστηρώς παιδικά «Planes», αποκλειστικά της Disney αυτήν τη φορά. Το σίκουελ αυτού του spin-off, λοιπόν, με υπότιτλο «Ιπτάμενοι πυροσβέστες», προσφέρει ακριβώς ό,τι κανείς θα περίμενε: μιάμιση ώρα απολαυστική για τα παιδιά και υποφερτής αγγαρείας για τους συνοδούς.

Κινηματογραφικά, πρόκειται για ένα καλοφτιαγμένο, αλλά σαφώς ανέμπνευστο animation, πάνω σε ένα συνταγογραφημένο σεναριακό μοντέλο που είδαμε ήδη από τα πρώτα «Cars», αλλά και σε πολλές παλιότερες στιγμές του είδους, και φαντάζει πιο ταιριαστό σε home cinema κυκλοφορία. Εντελώς κλισέ χαρακτήρες, αναμενόμενοι ηθικοπλαστικοί ηρωισμοί και αρκετό χιούμορ, άλλοτε έξυπνο, άλλοτε από το συρτάρι των «στάνταρ» κωμικών γκαγκ, όλα αυτά όμως εκτελεσμένα αρκετά αποτελεσματικά ώστε η ταινία ποτέ να μην πέφτει κάτω από ένα αποδεχτό επίπεδο για τον ενήλικο θεατή.

Δεδομένου, άλλωστε, του ότι δεν υπάρχει κανένας λόγος να θέλει κάποιος να δει την ταινία άπαξ και έχει τελειώσει το δημοτικό, αυτή σέβεται απόλυτα τους μικρούς φαν των ηρώων της, που και θα γελάσουν και θα συγκινηθούν και θα περάσουν γενικώς καλά, και δεν προσβάλλει τη νοημοσύνη κανενός. Έτσι, ίσως αυτά τα «Αεροπλάνα» να μην μπορούν να σας υποσχεθούν ότι δε θα βαρεθείτε για χάρη του συνοδευόμενου, αλλά, απευθυνόμενα αποκλειστικά σε αυτόν, είναι αξιοπρεπέστατα, έστω και στον αυτόματο πιλότο… 

Βαθμολογία: 2/5

Κυριακή 24 Αυγούστου 2014

Lucy (2014)

 «Χρησιμοποιούμε μόνο το 10% των εγκεφαλικών μας δυνατοτήτων. Στα ζώα, το ποσοστό αυτό είναι ακόμα μικρότερο, με εξαίρεση το δελφίνι, το μόνο πλάσμα που χρησιμοποιεί μεγαλύτερο μέρος του εγκεφάλου του απ’ ό,τι ο άνθρωπος, αγγίζοντας το 20%». Τις πληροφορίες αυτές μας δίνει ο Morgan Freeman, σε ρόλο επιστήμονα που έχει εντρυφήσει στο θέμα. Παράλληλα, μεσολαβούν συνειρμικές εικόνες ως ενδιαφέροντες (και ενίοτε χιουμοριστικοί) παραλληλισμοί των τεκταινόμενων ή απεικονίσεις των λεγομένων του Freeman, γεγονός που δίνει έναν αέρα ιδιαιτερότητας, έως και καλλιτεχνικής έμπνευσης στο φιλμ (μου θύμισε τους αντίστοιχους συνειρμούς του «Nymphomaniac»). «Τι θα συνέβαινε αν κάπως φτάναμε το 100% των νοητικών μας δυνατοτήτων;» ρωτά εύλογα κάποιος ακροατής της διάλεξης του Freeman. «Δεν έχω ιδέα». Η ταινία έχει κερδίσει το ενδιαφέρον μας…

Όπως προμηνύεται, χάρη σε μια χημική ουσία η Scarlett Johansson αρχίζει να αξιοποιεί ολοένα και μεγαλύτερο ποσοστό του εγκεφάλου της, εμφανίζοντας καινούριες, απίστευτες ικανότητες και σημαίνοντας την έναρξη για κάτι που θα μπορούσε να είναι ένα είδος φιλοσοφικής αναζήτησης μασκαρεμένης σε περιπέτεια επιστημονικής φαντασίας. Ή και το αντίθετο, περιπέτεια με κουστούμι φιλοσοφημένου sci-fi, αλλά, όπως και να ‘χει, δεν είναι απίθανο η ταινία του Besson να προκαλέσει ενδιαφέρουσες συζητήσεις μετά το τέλος της. Και θα ήταν σημαντικό κατόρθωμά της το να αποτελέσει την αφορμή για έναν μικρό προβληματισμό για τις ανεξερεύνητες δυνατότητες του ανθρώπινου νου, αν αυτές… υπήρχαν! Γιατί, αν υπάρξει κανείς που θα μπει στον κόπο της πιο σύντομης έρευνας, το πρώτο πράγμα που θα ανακαλύψει είναι πως ο ισχυρισμός ότι χρησιμοποιούμε το 10% του εγκεφάλου μας, η επιστημονική βάση στην οποία στηρίζεται ολόκληρη η κεντρική ιδέα της ταινίας, δεν είναι παρά ένας μύθος.

Και εντάξει, λες κι είναι η πρώτη φορά που ένα «παραμύθι» επιστημονικής ή μη φαντασίας είναι επιστημονικά αβάσιμο. Μπορεί όμως ο Luc Besson να δηλώνει όσες φορές θέλει ότι «φυσικά και το ξέρει πως δεν είναι αλήθεια» και ότι «δουλεύει πάνω σε αυτό το πράγμα για εννιά χρόνια, είναι δυνατόν να μην το ξέρει πως δεν είναι αλήθεια;», αλλά αυτό καθόλου δεν μας αφορά. Γιατί το «Lucy» δέχεται μια αστήριχτη θεωρία ως δεδομένη και όχι απλώς στήνει ένα ολόκληρο κινηματογραφικό στόρι πάνω της, αλλά προσπαθεί να το παρουσιάσει όσο πιο επιστημονικοφανές γίνεται, παρά τις συνεχείς (όχι μόνο επιστημονικές, αλλά και κινηματογραφικές) αυθαιρεσίες και αφέλειές του.

Ευτυχώς ο Besson σέβεται αρκετά το θεατή ώστε (παρά την προσπάθειά του να παρουσιάσει την ταινία ως πολύ πιο ψαγμένη και σκεπτόμενη απ’ ό,τι είναι) να της προσδώσει το απαραίτητο χιούμορ για να μην την παίρνεις απόλυτα στα σοβαρά. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως είναι διασκεδαστική και πως κάνει μια χαρά τη δουλειά της ως μια άμυαλη (κι ας μη θέλει να το δείξει) περιπέτεια. Ωστόσο θα ήταν σαφώς λιγότερο υποκριτικό αν ο Besson δεν έμοιαζε να αγκομαχεί διαρκώς να μας πείσει πως κάθε νοητική εξέλιξη της Johansson -που συνεπάγεται ένα σωρό σουπερηρωικές ικανότητες!- έχει προκύψει από κανονική έρευνα!

Απαρατήρητο δεν περνάει, άλλωστε, το γεγονός ότι το αρχικό εύρημα των συνειρμικών εικόνων (που αναφέραμε παραπάνω) εγκαταλείπεται πλήρως μετά το πρώτο τέταρτο, προδίδοντας πως βρισκόταν εκεί απλώς για να μας τραβήξει το ενδιαφέρον, δημιουργώντας με διασκεδαστικό τρόπο την ψευδαίσθηση κάποιου φιλοσοφικού υποβάθρου. Και τέλος, στο φινάλε της, στο κρεσέντο ενός αμπελοφιλοσοφικού παραληρήματος, η ταινία εστιάζει περισσότερο στην ολοκλήρωση του «προβληματισμού» της παρά στην κορύφωση της δράσης και, με τον πιο εφετζίδικο τρόπο, αναζητά την πηγή της απόλυτης γνώσης και το… νόημα της ζωής; Μη μπερδεύεσαι Luc, εσύ ακόμα στο 10% είσαι…

Συνοπτικά: Διασκεδαστική, αλλά υπερβολικά επιστημονικοφανής και ψευτο-φιλοσοφημένη περιπέτεια επιστημονικής φαντασίας, δια χειρός Luc Besson. Στο κομμάτι του fun πάντως, καλά περνάς. Επιπλέον, μπορεί και να την αξιοποιήσεις ως αφορμή για προβληματισμό πάνω σε πράγματα που… δεν ισχύουν.

Βαθμολογία: 2/5

Πέμπτη 21 Αυγούστου 2014

Chef (2014)

Ίσως η πιο εις βάθος «καλοκαιρινή» ταινία που θα δείτε φέτος! Κι αυτό δεν πηγάζει απλώς από το γεγονός ότι πρόκειται για μια ανάλαφρη κομεντί, αλλά από την ουσία του χαρακτηρισμού: το ότι σε κάνει να βγεις από την αίθουσα με ένα βαθύ χαμόγελο και γεμάτος αισιοδοξία…

Ο σκηνοθέτης των δύο πρώτων «Iron Man» Jon Favreau σκηνοθετεί, γράφει και πρωταγωνιστεί σ’ αυτήν την κομεντί μαγειρικής με στοιχεία road movie, χωρίς διάθεση να δημιουργήσει κάτι ιδιαίτερα διαφορετικό, ξεχωρίζοντας ωστόσο τρανταχτά από το σωρό. Αν στο πρώτο μισό του φιλμ το αδιέξοδο του ήρωα αντιμετωπίζεται μάλλον ρηχά προς αποφυγήν της επιβάρυνσης του κλίματος και η υπερβολή της ιντερνετικής δημοτικότητας που αυτός λαμβάνει αφαιρεί πόντους ρεαλισμού από το σενάριο, είναι στη συνέχεια που ο Favreau μας πείθει στ’ αλήθεια γιατί πρέπει να τον πάρουμε στα σοβαρά. Ο χαρακτήρας του αποφασίζει να πουλά, πλανόδιος, φαγητά στο δρόμο και, ως σκηνοθέτης, στρέφει τη γεμάτη νοστιμιές κινηματογραφική καντίνα του σε διαδρομές διασκεδαστικού περιτυλίγματος (η επέμβαση του αστυνομικού είναι ξεκαρδιστική) και βαθιά ευαίσθητου υποβάθρου. Ταυτόχρονα, λοξοκοιτάζει (χιουμοριστικά) και την παντοδυναμία των Smartphones και των κοινωνικών δικτύων, χωρίς ωστόσο να παίρνει θέση απέναντί της.

Το τέλος μπορεί να παραείναι «happy» (και προβλέψιμο) για να μας κάνει αίσθηση, αλλά είναι κι αρκετά συγκρατημένο ώστε ούτε να μας ενοχλεί. Άλλωστε, ανεξαρτήτως κατάληξης, η πορεία ήταν απόλυτα ευχάριστη, χάρη στην ισχυρή της αισιοδοξία, και κατά βάθος ιδιαιτέρως ειλικρινής, χάρη στην τρυφερή καρδιά της.

Βαθμολογία: 3/5

Τρίτη 12 Αυγούστου 2014

Under the skin / Κάτω από το δέρμα (2013)

Δεν είναι δύσκολο να κατανοήσεις τη δυσαρέσκεια πολλών απέναντι στην ταινία. Για να δεχτεί κανείς την αργή, αφαιρετική της αφήγηση, με την έντονη επαναληψιμότητα και τους λιγοστούς διαλόγους και πληροφορίες που παρέχει, ως ένα ενδιαφέρον καλλιτεχνικό όραμα, απαιτείται αν μη τι άλλο μια κάποια πνευματική ετοιμότητα. Πάντως, τουλάχιστον μέχρι τα μισά του φιλμ, ο Jonathan Glazer κάνει πραγματικά εξαιρετική δουλειά στη σκηνοθεσία, ντύνοντας την εσωστρεφή αυτή περιήγηση της Scarlett Johansson στους δρόμους της Σκωτίας με τη σαγηνευτική αίσθηση μιας υπνωτιστικής τελετουργίας, με μια ατμόσφαιρα ταυτόχρονα μελαγχολική, creepy και ποιητική. Η απόκοσμη τρυφερότητα, μάλιστα, της σεκάνς του παραμορφωμένου άντρα, είναι κορυφαία. Εν γένει, πρόκειται πράγματι για ένα αποτέλεσμα ευρηματικής εικονοπλασίας και καθολικά αξιοπρόσεκτης καλλιτεχνικής έμπνευσης.

Το πρόβλημα με όλο αυτό το εγχείρημα εμφανίζεται όταν το στόρι, μετά τη μέση του, απομακρύνεται από τη μυστηριώδη παγίδα στην οποία η Scarlett Johansson αποπλανεί τα θύματά της και προσγειώνεται σε πιο «γήινα» μονοπάτια. Αν η μελαγχολική σιωπή της Johansson έως τότε υπηρετούσε αποτελεσματικά ένα ευπρόσδεκτο καλλιτεχνικό όραμα, τώρα η απουσία διαλόγων μάλλον του βάζει τρικλοποδιά, μοιάζοντας επιτηδευμένη και «φάλτσα». Εκεί που, απ’ ό,τι καταλαβαίνω, έπρεπε να αντανακλάται βαθιά ανθρωπιά, αντιθέτως η ταινία βγάζει μια αμήχανη ψυχρότητα που επιπλέον της κοστίζει και σε ρεαλισμό. Δεν είναι οι νωχελικοί ρυθμοί της που προδίδουν μια πιθανή νοηματική κενότητα (ή μια ψευδαίσθηση μεγαλύτερου βάθους από αυτό που όντως υπάρχει). Είναι το γεγονός ότι ο Glazer δεν φαίνεται να ξεχωρίζει πού οφείλει να περιοριστεί η αμιγώς καλλιτεχνική προσέγγιση και να δοθεί η σκυτάλη στη λιτότητα του ρεαλισμού, που θα ήταν συνεπέστερη ως φορέας των ίδιων μηνυμάτων.

Προσωπικά, είδα την καλλιτεχνική διάθεση του «Under the skin» περισσότερο ως μια ενδιαφέρουσα άσκηση ύφους, παρά ως απαραίτητη αντιμετώπιση ενός ιδιαίτερα βαθυστόχαστου στόρι.

Βαθμολογία: 2.5/5

Δευτέρα 4 Αυγούστου 2014

Enemy / Ο άνθρωπος αντίγραφο (2013)

Ο Denis Villeneuve έχει αποδείξει το αδιαμφισβήτητο σκηνοθετικό του ταλέντο, το οποίο φαίνεται πως θα μπορούσε να δημιουργήσει καλή ταινία κι από σενάριο μίας σελίδας. Και, δεδομένων της αργής εξέλιξης, της «εσωτερικότητας» και της μεταφορικής διάστασης του μάλλον διφορούμενου στόρι, ο ρόλος της σκηνοθεσίας στο «Enemy» είναι καθοριστικά σημαντικός κι ο Villeneuve ανταποκρίνεται τέλεια. Το αργό τέμπο, η πανταχού παρούσα μουσική υπόκρουση, οι φανερά μελετημένες κινήσεις της κάμερας και η φωτογραφία στα χρώματα της σέπιας υφαίνουν μια  απειλητική και συνάμα σαγηνευτική ατμόσφαιρα που σε γραπώνει και ακροπατεί μεταξύ της αίσθησης του μεταφυσικού και της παράνοιας.

Ο Jake Gyllenhaal ερμηνεύει εξαιρετικά δύο (εμφανισιακά ολόιδιους) χαρακτήρες με λεπτές διαφορές μεταξύ τους. Η σύγκρουσή τους είναι μάλλον αναπόφευκτη, μα το ποιος είναι ο «εχθρός» του τίτλου απαντιέται πιο δύσκολα απ’ ό,τι θα περίμενε κανείς. Υπάρχει στ’ αλήθεια ή βρίσκεται εντός μας, διερωτόμαστε εύλογα, μα ακόμα κι αν οι δύο Jake Gyllenhaal είναι στην πραγματικότητα ένας, δεν αποτελούν ακριβώς τις δύο πλευρές ενός νομίσματος. Η ταινία δεν διαχωρίζει σχηματικά το καλό από το κακό, προσωποποιώντας τα με τις δύο αντίπαλες πτυχές του ίδιου ανθρώπου. Περισσότερο μιλάμε για μια ψυχική σύγχυση όπου «καλό» και «κακό» συνυπάρχουν και δεν διακρίνονται και «εχθρός» είναι ίσως τα στοιχεία εκείνα την υποχώρηση των οποίων επιτάσσει η επιδίωξη μιας επιθυμητής, ομαλής ζωής.

Αυθεντικά αινιγματική και υπογείως απειλητική, η ταινία του Villeneuve δε συνθέτει ένα μυστήριο στο οποίο θα δώσει, τελικά, λύση. Αποτελεί μια κατάδυση στο ασυνείδητο μιας προσωπικότητας που, όπως το θύμα στον ιστό της αράχνης και ο λαός στην εξουσία της δικτατορίας, έχει εγκλωβιστεί στα δίχτυα μιας μουντής, κυκλικά επαναλαμβανόμενης –όπως κι η παγκόσμια ιστορία- ζωής. «Το χάος είναι τάξη που δεν έχει αποκρυπτογραφηθεί» υποστηρίζει και, μετά από το ανατριχιαστικά παράξενο τέλος της, αφήνει εμάς να την αποκρυπτογραφήσουμε. Ακόμα κι αν δεν είναι πολλά πράγματα απολύτως σαφή, η υποδειγματικά στιβαρή σκηνοθεσία του Villeneuve και το αληθινά ευφυές σενάριο του Javier Gullon συνιστούν μια ιδιαίτερη εμπειρία, στην οποία πραγματικότητα και φαντασία, κυριολεξία και μεταφορά αγκαλιάζονται και η διάκρισή τους εναπόκειται στην οπτική του θεατή.

Βαθμολογία: 4/5