Τετάρτη 6 Ιανουαρίου 2016

The hateful eight / Οι μισητοί οκτώ (2015)

Αν το «Reservoir dogs», το ενθουσιώδες κινηματογραφικό ντεμπούτο του Quentin Tarantino, ήταν  γουέστερν, τότε μάλλον θα έμοιαζε κάπως σαν τους «Μισητούς οκτώ». Αν και δεν είναι απόλυτα σαφές σε ποιους «οκτώ» αναφέρεται ακριβώς ο τίτλος, το καινούριο, πολύπαθο φιλμ του αγαπημένου Αμερικανού παρατηρεί την ένταση που αναδύεται μέσα σε μια ετερόκλητη ομάδα ανθρώπων (με κρυμμένα, φυσικά, μυστικά) εγκλωβισμένων σε μια καλύβα κατά τη διάρκεια μιας χιονοθύελλας. Ο ρυθμός είναι αργός, οι διάλογοι εκτενείς και η διάρκεια μεγάλη, μα η ώρα περνά χωρίς να το καταλάβεις, παρόλο που ένας απαίδευτος σινεφιλικά ή «ταραντινικά» θεατής ίσως αργήσει να αισθανθεί οικεία.

Αν, πάντως, μια αχρείαστη μεγαλομανία δεν ανάγκαζε την ταινία να αγγίξει (και, στην πρωτότυπη εκδοχή που δεν προβάλλεται στη χώρα μας, να ξεπεράσει) την ήδη «επική» διάρκεια του προ τριετίας «Django Unchained», το φιλμ ίσως να αποτελούσε μία από τις σπουδαιότερες στιγμές στην ταραντινική φιλμογραφία. Κι αυτό γιατί ο 52χρονος δημιουργός δεν διστάζει να χαμηλώσει τις ταχύτητες, να επενδύσει στον μινιμαλισμό, να χρησιμοποιήσει απολαυστικά στοιχεία «whodunit» μυστηρίου, αλλά και να καταπιαστεί ουσιωδώς με πραγματικά σοβαρές, διαχρονικές προβληματικές. Το χιούμορ παραμένει άφθονο, το αίμα επίσης, και, παρότι πλέον μπορεί να αισθανθεί κανείς έναν ελαφρώς επιτηδευμένο μηχανισμό πίσω από τους διαλόγους, μόλις οι χαρακτήρες βρεθούν κλεισμένοι στο απειλητικό καταφύγιο και η ιστορία πάρει οριστικά το δρόμο της, το ίδιο συμβαίνει και με τα λόγια τους.

Ενώ όμως υπάρχουν εντός του στιγμές αληθινού κινηματογραφικού μεγαλείου, το φιλμ στο σύνολό του αποδεικνύεται μία από τις λιγότερο εμπνευσμένες ταραντινικές δημιουργίες. Κάτι που γίνεται αισθητό κατά την τελευταία ώρα του, όπου ένα αχρείαστα μεγάλο φλας-μπακ επεξηγεί τα αυτονόητα και το φινάλε θολώνει ακόμα περισσότερο (σε πρώτη ανάγνωση, τουλάχιστον) την ήδη ασαφή σεναριακή κατεύθυνση. Η ταινία ολοκληρώνεται στα ασφαλή και γνωστά, έχοντας αφήσει εκπλήξεις και ευρηματικότητα μισό σενάριο πίσω.

Κι όμως, τελικά η αρετή των «Μισητών οκτώ» δεν βρισκόταν ποτέ στις προσδοκώμενες ανατροπές και το όποιο μυστήριο. Ό,τι επιφανειακά φαντάζει αποπροσανατολισμένο και ανολοκλήρωτο αποκτά εστίαση και συνοχή σε δεύτερο επίπεδο, μέσω των κοινωνικοπολιτικών διαστάσεων της ιστορίας τις οποίες ο Tarantino θέτει ίσως για πρώτη φορά ως βασικό κεντρικό άξονα, αν όχι αυτοσκοπό. Τα πάντα λαμβάνουν χώρα ως ένας απόηχος του εμφυλίου πολέμου και στα πλαίσια ακατάσχετου μίσους, γεγονός που καθρεφτίζεται μονίμως στις δύο χαρακτηριστικότερες εμμονές του δημιουργού: το διάλογο και τη βία. Το νοηματικό βάρος που αυτές κατά συνέπεια αποκτούν διαψεύδει τις κατηγορίες περί βερμπαλισμού και ανούσιου στυλιζαρίσματος αντίστοιχα. Η αλληλεπίδραση ανάμεσα στους «μισητούς» χαρακτήρες δεν βασίζεται ποτέ σε καθαρά προσωπικές σχέσεις, αλλά πάντα καθοδηγείται από ερεθίσματα κοινωνικοπολιτικού χαρακτήρα (δικαιοσύνη, φυλετικός ρατσισμός, τα στρατόπεδα του εμφυλίου, ο σεβασμός που προκαλεί ένα γράμμα από τον Αβραάμ Λίνκολν), συνθέτοντας σχεδόν μια κοινωνική μικρογραφία. Και ο τρόπος που Tarantino αποτυπώνει την κοινωνία (χωρίς χρονικούς προσδιορισμούς) είναι με τα χέρια της βουτηγμένα στο αίμα. Χτισμένη εξ` ορισμού μέσα από βία και μίσος. Μέχρι και το μεγαλύτερο θρησκευτικό της σύμβολο (ο σταυρωμένος Ιησούς) μοιάζει να χρησιμοποιείται σημειολογικά για να εκφράσει τα παραπάνω. Στα πλαίσια αυτά, η απολαυστικά γκροτέσκα και «κάφρικα» τραβηγμένη ταραντινική βία, που ο «Django» διαχώριζε λεπτά όσο και εύστοχα από την ενοχλητική πραγματική βία του ιστορικού-κοινωνικού context, φαντάζει πλέον μια ακραία προέκταση αυτής.  Και όταν το αιματοκύλισμα παίρνει το πάνω χέρι, η προβληματική εξακολουθεί να διακρίνεται πίσω από το κόκκινο, σατιρίζοντας εύστοχα τη βλακώδη, όσο κι εγγενή ανθρώπινη βιαιότητα.

Τελικά, μπορεί το απολαυστικό τελευταίο πόνημα του Quentin Tarantino να ανήκει στις λιγότερο εμπνευσμένες και μεστές κινηματογραφικά στιγμές του, μα αποτελεί επίσης μια ουσιώδη σάτιρα της διαχρονικής βίας σε κοινωνικοπολιτικό επίπεδο, που δικαιολογεί και, εν πολλοίς, εξισορροπεί την κατά τ` άλλα αισθητή ανισότητά του.

Βαθμολογία: 3/5

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου