Τρίτη 28 Φεβρουαρίου 2017

War on Everyone (2016)

Τρίτη ταινία του John Michael McDonagh μετά τα «The Guard» και «Calvary», με σαφή χαρακτηριστικά στοιχεία του δημιουργού, μα και με κάτι να χάνεται στη μετάφραση κατά το πέρασμα από τη Βρετανία στην άλλη όχθη του Ατλαντικού. Το κινηματογραφικό είδος του «War on everyone» παραμένει η βίαιη μαύρη κωμωδία εσωτερικού, χαμηλόφωνου χιούμορ και ενός ύφους που οι αγγλόφωνοι θα χαρακτήριζαν «off» -αυτού μιας διακριτικής αποστασιοποίησης από τον ρεαλισμό (και τον θεατή), μιας αδιευκρίνιστης γενικής ιδιοτροπίας και της αίσθησης ότι το φιλμ δεν παίρνει ποτέ τον εαυτό του πολύ σοβαρά. Αυτό το στυλ συνυπάρχει αρμονικά με μια παλιομοδίτικη κινηματογραφική αισθητική, που μοιάζει να αποτίνει φόρο στα buddy cop films παλιότερων δεκαετιών.

Το deja-vu δεν είναι πάντα τόσο ηθελημένο όμως. Το φιλμ φαντάζει πιο γνώριμο απ` όσο θα ήθελε και, δυστυχώς, η αίσθηση της έλλειψης πρωτοτυπίας ξεπερνά εκείνη της νοσταλγίας. Παρά τις όποιες φιλότιμες προσπάθειες, τον ΜcDon-ικό χαρακτήρα και ορισμένες στιγμές εμπνευσμένου χιούμορ, το φιλμ δεν ξεφεύγει από τη συνήθη περίπτωση της ταινίας που βλέπεται ευχάριστα κι εν συνεχεία λησμονείται επί τόπου. Κι αυτό γιατί δεν υπάρχει κανένα αληθινό ενδιαφέρον στην ιστορία. Η αστυνομική πλοκή ξετυλίγεται διεκπεραιωτικά και, για χάρη της ελαφρότητας, χωρίς ένταση, το δράμα παραμένει πάντα περιγραφικό και δίχως συναισθηματική εμβάθυνση, ενώ ο βασικός κακός είναι παντελώς αδιάφορος και ανεπαρκέστατα ερμηνευμένος. Ο ΜcDonagh μάς υπενθυμίζει πως ξέρει να γράφει απολαυστικούς, καυστικούς διαλόγους που δεν φοβούνται να θίξουν το πολιτικά ορθό και να αγγίξουν πολιτικές ή φιλοσοφικές προεκτάσεις, μα αυτοί δεν καταφέρνουν ποτέ να διεισδύσουν στην κινηματογραφική ουσία με αποτέλεσμα να παραμένουν μάλλον διακοσμητικοί -αν όχι επιτηδευμένοι.

Δεν υπάρχει λόγος για το «War on everyone» να μη βρει υποστηρικτές, καθώς αποτελεί αν μη τι άλλο μια διασκεδαστική ταινία. Από την άλλη όμως μπορεί εύκολα να αποξενώσει τελείως τον θεατή, ιδίως αυτόν που θα δει την πιο «αμερικάνικη» προσέγγιση στις ερμηνείες ως υπερβολικά κωμική για να ταιριάξει στο κομψό σκηνοθετικό ύφος. Κι ο Colin Farrel στο αγαπημένο «In Bruges» του έτερου McDonagh, Martin, φλέρταρε με το κωμικό overacting, μα εκεί ένας αξέχαστος συναισθηματικός πυρήνας επανέφερε την ισορροπία. Εδώ, δεν υπάρχει σχεδόν τίποτα που θα μας έκανε να νοιαστούμε ειλικρινά για αυτούς τους προβλέψιμα ανήθικους μπάτσους.

Βαθμολογία: 2/5

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου